-
1 ὀργίζω
Aὤργισα Ar.
and Pl. (v. infr.): ( ὀργή II):— make angry, provoke to anger, irritate, τινα Ar.V. 223, 404, Pl.Phdr. 267c ; opp. εὔνουν ποιῆσαι, Arist.Rh. 1415a35.II more freq. in [voice] Pass., Pl.Phdr. 267d, etc.: [tense] fut. [voice] Med. (in pass. sense)ὀργιοῦμαι X.An.6.1.30
, Lys.15.9, Isoc.18.4, etc. ; butὀργισθήσομαι Lys.21.20
, D.59.111 : [tense] aor.ὠργίσθην Lys.22.2
, Pl.Prt. 346b, etc.: [tense] pf. , Ar.V. 431, etc.: grow angry, be wroth, S.OT 364, etc.: c. part., τίς γὰρ.. οὐκ ἂν ὀργίζοιτ'.. κλύων; ib. 339, etc. ; τινι with a person or thing, E.Hel. 1646, Th.4.128, Pl.Ap. 23c, al. ;ὑπέρ τινος Th.1.143
, Isoc.9.60 ;ἐπί τινι And.1.30
, Lys.28.2, etc. ;ἐπί τινος D.21.183
;διά τι X.An.1.2.26
: abs., in part., in a passion, 5.72 ; τὸ -όμενον τῆς γνώμης their angry feelings, Th.2.59. Cf.ὀργαίνω.
См. также в других словарях:
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek